καβάτωρ

καβάτωρ
καβάτωρ (AM, Μ και καβάτορας, ὁ)
μσν.
αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους, χαράκτης, τορνευτής
αρχ.
επιγρ. άγνωστης σημασίας («ὁ κύριος Ἀπόλλω καβάτωρ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cavator].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -άτορας — κατάλ. αρσ. ουσιαστικών της μεσαιωνικής και κυρίως της νέας Ελληνικής με μικρή παραγωγικότητα. Η κατάλ. αυτή συνάπτεται τόσο με ουσιαστικά (πρβλ. άλογο αλογάτορας, μαγαζί μαγαζάτορας, αποστολή αποστολάτορας, παιγνίδι παιγνιδάτορας, νοίκι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”